υποχειριος

υποχειριος
    ὑποχείριος
    ὑπο-χείριος
    2 и 3
    1) имеющийся под рукой, наличный
    

(χρυσός Hom.)

    2) подвластный, подчиненный
    

(τινι Her., Aesch., Xen.)

    ὑποχείριον ποιῆσαί τινι τὸ χωρίον Xen. — подчинить местность кому-л.;
    ὑποχείριον λαβεῖν τι Thuc., Lys. — захватить что-л., завладеть чем-л.;
    ὑποχείριον γενέσθαι τινί Aesch., Lys., Xen. — быть захваченным кем-л.;
    ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν Plat. — обладать знаниями


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποχειριος" в других словарях:

  • ὑποχείριος — under the hand masc nom sg ὑποχείριος under the hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… …   Dictionary of Greek

  • υποχείριος — α, ο αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, που είναι του χεριού του, υποταγμένος, υποτελής: Τον έκανε υποχείριό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποχειρίως — ὑποχείριος under the hand adverbial ὑποχείριος under the hand masc acc pl (doric) ὑποχείριος under the hand adverbial ὑποχείριος under the hand masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχείριον — ὑποχείριος under the hand masc acc sg ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc sg ὑποχείριος under the hand masc/fem acc sg ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίων — ὑποχείριος under the hand fem gen pl ὑποχείριος under the hand masc/neut gen pl ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίοις — ὑποχείριος under the hand masc/neut dat pl ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίου — ὑποχείριος under the hand masc/neut gen sg ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίους — ὑποχείριος under the hand masc acc pl ὑποχείριος under the hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχειρίῳ — ὑποχείριος under the hand masc/neut dat sg ὑποχείριος under the hand masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποχείρια — ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc pl ὑποχείριος under the hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»